απομηκυνω

απομηκυνω
    ἀπομηκύνω
    ἀπο-μηκύνω
    1) тянуть, растягивать
    

(λόγον Plat., Plut.; πρᾶγμα Luc.)

    2) pass. тянуться, простираться
    

(μεταξὺ τοῦ ὄρους καὴ τῆς θαλάττης αἰγιαλὸς ἀπομηκύνεται Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απομηκυνω" в других словарях:

  • απομηκύνω — ἀπομηκύνω (Α) εκτείνω, παρατείνω …   Dictionary of Greek

  • ἀπομηκύνω — ἀ̱πομηκύ̱νω , ἀπομηκύνω prolong aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀπομηκύ̱νω , ἀπομηκύνω prolong aor subj act 1st sg ἀπομηκύ̱νω , ἀπομηκύνω prolong pres subj act 1st sg ἀπομηκύ̱νω , ἀπομηκύνω prolong pres ind act 1st sg ἀπομηκύ̱νω , ἀπομηκύνω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομηκῦνον — ἀπομηκύνω prolong pres part act masc voc sg ἀπομηκύνω prolong pres part act neut nom/voc/acc sg ἀπομηκύνω prolong pres part act masc voc sg ἀπομηκύνω prolong pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομεμήκυνται — ἀπομηκύνω prolong perf ind mp 3rd sg ἀπομηκύνω prolong perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἀπομηκύνω prolong perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομεμηκυσμένων — ἀπομηκύνω prolong perf part mp fem gen pl ἀπομηκύνω prolong perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομηκυνθείσης — ἀπομηκύνω prolong aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) ἀπομηκύνω prolong aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομηκυνθῇ — ἀπομηκύνω prolong aor subj pass 3rd sg ἀπομηκύνω prolong aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομηκῦναι — ἀπομηκύνω prolong aor inf act ἀπομηκύνω prolong aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεμηκύνθη — ἀπομηκύνω prolong aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομηκύνει — ἀπομηκύ̱νει , ἀπομηκύνω prolong aor subj act 3rd sg (epic) ἀπομηκύ̱νει , ἀπομηκύνω prolong pres ind mp 2nd sg ἀπομηκύ̱νει , ἀπομηκύνω prolong pres ind act 3rd sg ἀπομηκύ̱νει , ἀπομηκύνω prolong aor subj act 3rd sg (epic) ἀπομηκύ̱νει , ἀπομηκύνω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπομηκύνεται — ἀπομηκύ̱νεται , ἀπομηκύνω prolong aor subj mid 3rd sg (epic) ἀπομηκύ̱νεται , ἀπομηκύνω prolong pres ind mp 3rd sg ἀπομηκύ̱νεται , ἀπομηκύνω prolong aor subj mid 3rd sg (epic) ἀπομηκύ̱νεται , ἀπομηκύνω prolong pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»